Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γύρω στην πόλη

  • 1 вокруг

    вокруг γύρω, ολόγυρα; \вокруг города γύρω στην πόλη
    * * *
    γύρω, ολόγυρα

    вокру́г го́рода — γύρω στην πόλη

    Русско-греческий словарь > вокруг

  • 2 осадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаждённый, βρ: -дён, -дена, -деш
    ρ.σ.μ.
    1. πολιορκώ•

    осадить город, крепость πολιορκώ την πόλη, το φρούριο.

    || συνωστίζομαι, συνωθούμαι γύρω περικυκλώνω.
    2. ενοχλώ, παραζαλίζω, παρασκοτίζω βομβαρδίζω (με ερωτήσεις, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).
    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, χώνω•

    осадить сваю μπήγω πάσσαλο.

    2. κατακαθίζω, κάνω τι να κατακαθίσει.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. осадить 2).
    1. αναχαιτίζω, συγκρατώ. || σταματώ απότομα με κίνηση προς τα πίσω. || υποχρεώνω σε πισωδρόμηση•

    -и назад κάνε πίσω.

    2. μτφ. διακόπτω• επαναφέρω στην τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > осадить

  • 3 охватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αγκαλιάζω, κλείνω στην αγκαλιά•

    охватить руками ствол дерева αγκαλιάζω τον κορμό του δέντρου•

    мать -ла руками е дочь и долго плакала η μάνα αγκάλιασε την κόρη της και πολλή ώρα έκλαιγε.

    2. περιζώνω, περιβάλλω, πε-ρικλώνω. || υπερφαλαγγίζω.
    3. τυλίγω•

    плнмя -ло дом η φλόγα τύλιξε το σπίτι.

    || (για αισθήματα, σκέψεις) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω.
    4. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    зариза -ла весь город η μόλυνση αγκάλιασε όλη την πόλη•

    забастовка -ла всю страну η απεργία αγκάλιασε όλη τη χώρα.

    5. τραβώ, προσελκύω.
    εκφρ.
    охватить взглядом (взором) – φέρνω το βλέμμα γύρω, περιβλέπω.

    Большой русско-греческий словарь > охватить

См. также в других словарях:

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις …   Dictionary of Greek

  • Μεξικού, Πόλη του- — (Ciudad de Mexico). Πόλη (8.591.309 κάτ. το 2000) του Μεξικού, πρωτεύουσα του Ομοσπονδιακού Διαμερίσματος (1.499 τ. χλμ., 8.605.239 κάτ.) και της χώρας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα μιας εκτεταμένης πεδινής ζώνης που ονομάζεται κοιλάδα του Μεξικού.… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • Κομοτηνή — Πόλη (υψόμ. 45 μ., 43.326 κάτ.) της κεντρικής Θράκης, πρωτεύουσα του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στις νότιες απολήξεις της οροσειράς Ροδόπης, σε απόσταση 795 χλμ. από την Αθήνα και 281 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.… …   Dictionary of Greek

  • Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»